Ηδιαχρονικά πιο viral κουζίνα του πλανήτη είναι η ιταλική. Σου ακούγεται υπερβολικό αυτό; Σε οποιοδήποτε, κυριολεκτικά, σημείο της Γης κι αν βρεθείς, η γευστική πυξίδα θα σου υποδείξει έναν σταθερό γευστικό προορισμό: ένα ιταλικό εστιατόριο. Πώς και γιατί συνέβη αυτό και, τελικά, τι κάνει τόσο ξεχωριστή την κουζίνα της Μπότας; Την ιταλική κουζίνα.
Γράφει: Μπάμπης Δούκας
Γοητευτική μέσα στη “φτώχεια” της, λιτή και περιεκτική. Προσιτή και εύκολη, απλή αλλά όχι απλοϊκή. Οικεία. Σημαντικός κρίκος της μεσογειακής διατροφής –που, όσα trends και αν προκύψουν, αυτή δεν θα επηρεάζεται– και λιγότερο μπλαζέ από τη γαλλική (υπό την έννοια πως δεν περιορίστηκε σε τόσο μεγάλο βαθμό στα gourmet εστιατόρια, αλλά, αντίθετα, βγήκε στο ευρύ κοινό). Με ισορροπίες και ελεγχόμενες υπερβολές. Δελεαστική και προσαρμόσιμη. Άμεση. Comfort μέχρι εκεί που δεν πάει. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε εκατοντάδες ακόμα χαρακτηρισμούς που θα ταίριαζαν γάντι στην ιταλική κουζίνα και άπαντες θα συμφωνούσαν.
Οι Ιταλοί και η γεύση
Η γαστρονομική κουλτούρα της γείτονος είναι η πιο διαδεδομένη του κόσμου, για όλους τους σωστούς λόγους, αλλά είναι απορίας άξιο πώς κατόρθωσε να αναγνωρίζεται και να εκτιμάται πάντα και παντού, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες.
Στο τελευταίο οφείλει να προσαρμόσει κανείς το γεγονός πως δύσκολα υποκατηγοριοποιείται: Υπάρχουν πολλές περιοχές στην Ιταλία που έχουν διαφορετικές φιλοσοφίες και, φυσικά, διαφορετικές συνταγές. Αλλά όλες κάτω από τη σκέπη της κοινής γευστικής αντίληψης. Ό,τι συμβαίνει με τη Σκουάντρα Ατζούρα στα μεγάλα ποδοσφαιρικά τουρνουά, το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με την ιταλική κουζίνα, πάντα και παντού: Όλοι τη λατρεύουν, τη θαυμάζουν και την υποστηρίζουν.


Ένας από τους λόγους της άνευ προηγουμένου εξάπλωσής της, έναν αιώνα τώρα, είναι ασφαλώς τα μεταναστευτικά ρεύματα προς τις ΗΠΑ αλλά και άλλες περιοχές του κόσμου που δημιούργησαν δυναμική και της έδωσαν τελικά δύναμη. Τεράστια δύναμη, που πλέον δεν είναι απλώς αναγνωρίσιμη, αλλά φουλ παγκοσμιοποιημένη. Κάπως έτσι, άλλωστε, γεννήθηκαν και κάποια από τα πιο δημοφιλή φαγητά της pop κουλτούρας –που δεν είναι ακριβώς ιταλικά, αλλά η βάση τους είναι τέτοια–, όπως το spaghetti meatballs.
Οι Ιταλοί μάγειρες, οπουδήποτε κι αν βρέθηκαν στον μάταιο τούτο κόσμο, κατόρθωσαν να κάνουν αυτό που τρώνε στα σπίτια τους πιο δελεαστικό, προσαρμοσμένο και ελαφρύ. Ό,τι έκαναν και με το κρασί τους: Μπόρεσε και άγγιξε όλες τις κοινωνικές τάξεις, όντας προσβάσιμο σε όλους. Ουσιαστικά, πέρασε από τον πλάστη της νοικοκυράς στα τραπέζια των εστιατορίων.
Yπάρχει και το marketing
Στο οποίο οι γείτονες είναι μανούλες. Ή και κάτι παραπάνω. Σκέψου για παράδειγμα: Τα καλύτερα αυτοκίνητα του κόσμου ίσως να μην είναι τα ιταλικά, αλλά όλοι μόλις δουν μία Ferrari ή μία Lamborghini θα μείνουν με το στόμα ανοιχτό. Τα καλύτερα ρούχα του κόσμου πιθανότατα δεν ράβονται στην Ιταλία, αλλά ποιος δεν εκτιμά ένα φινετσάτο κοστούμι του Armani ή ένα κομμάτι της Gucci; Σε αυτό βοηθά το γεγονός πως οι Ιταλοί είναι μάστορες στο marketing και την επικοινωνία.
Έπειτα, οι γεύσεις της είναι άμεσες, εύκολες και κατανοητές σχεδόν σε όλους. Είναι γεύσεις και υλικά που άπαντες γνωρίζουν, την ίδια στιγμή που στη χώρα υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις και εκφάνσεις της κουζίνας αναλόγως της περιοχής. Μιλάμε, φυσικά, για ένα global φαινόμενο, που εν πολλοίς οφείλεται στην ωραιοπάθεια και την επιμονή των γειτόνων για τα δικά τους “προϊόντα”: Το βλέπουμε στις ταινίες τους, το βλέπουμε στην μπάλα, το βλέπουμε στα ρούχα τους. Έχουν τη γνώση, έχουν τον τρόπο και έχουν και την ικανότητα να τα “πουλάνε” αυτά προς τα έξω.
Αν προσθέσεις και το κομμάτι της επικοινωνίας και της εξάπλωσης, αντιλαμβάνεσαι πλήρως τη δύναμή της: Κυριολεκτικά, από τη Λατινική Αμερική μέχρι τις στέπες της Ασίας και από την Αλάσκα έως την Αυστραλία θα βρεις ένα μέρος που φτιάχνει πίτσα και πάστα, ένα ιταλικό ή ιταλοστροφές εστιατόριο. Και αυτό τα λέει όλα από μόνο του.
Σε όλα τα παραπάνω οφείλουμε να προσθέσουμε και κάτι ακόμα, που σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με το επιχειρείν επάνω στο σπορ: Είναι από εκείνα τα projects που με ένα μικρό σχετικά κοστολόγιο μπορούν να παρουσιάζουν ένα αντιστρόφως ανάλογο γευστικό αποτέλεσμα. Η cucina povera είναι πανέμορφη χωρίς να χρειάζεται απαραίτητα να είναι ακριβή.
Μια “παγίδα” που υπάρχει σε όλο αυτό; Εκτός από τα καλά και σωστά ιταλικά εστιατόρια, υπάρχουν και αυτά που λέμε “simil Italiano”, τα οποία “ιταλίζουν”, αλλά δεν είναι ιταλικά. Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι κι αυτά ένα δείγμα της ευρείας αποδοχής που έχει η εν λόγω γαστρονομική κουλτούρα παντού. Αν είναι κάτι καλό, άλλωστε, όλοι θα σπεύσουν να το αντιγράψουν.
Τrademark υλικά της τα ντοματίνια και το σκόρδο. Το ελαιόλαδο. Η μοτσαρέλα και παρμεζάνα. Η ρίγανη και τα ψωμιά. Και πόσα ακόμα. Όταν η κουβέντα πηγαίνει στις πιο αντιπροσωπευτικές συνταγές της, μπορείς να αναφέρεις πολλές. Πάρα πολλές. Η Ναπολιτέν, που “θα έπρεπε να διδάσκεται στα πανεπιστήμια“, όπως μου είχε πει κάποτε ο Έκτορας Μποτρίνι, γιατί “είναι δύσκολο πιάτο, μη νομίζεις. Διαφέρει, για παράδειγμα, από περιοχή σε περιοχή και παίζει σημαντικό ρόλο τι ντομάτα θα χρησιμοποιήσεις, πόσο θα διαρκέσει το βράσιμο κ.λπ.”.
Ή η pasta al pomodoro, μια συνταγή που θυμίζει ιταλικό σπίτι. To cacio e pepe και η καρμπονάρα. Το risotto alla Milanese ή η ομώνυμη κοτολέτα – ένα great classic της περίφημης ιταλικής κουζίνας και ταυτόχρονα ένας γαστρονομικός μύθος της Λομβαρδίας. Τα λαζάνια και τα αραντσίνι. To vitello tonnato, η διασημότερη συνταγή που έβγαλε η περιοχή του Πιεμόντε. Tο gelato. Και… ναι, η πίτσα.
Το φαινόμενο της πίτσας


Υπάρχουν κάποιες πολύ σημαντικές και διαχρονικές διαμάχες γύρω από το θείο δώρο που ονομάζεται πίτσα. Είναι η ναπολιτάνικη η καλύτερη του πλανήτη; Γιατί κάποιοι δηλώνουν πιστοί οπαδοί της Detroit-style; Είναι νοστιμότερη κρύα, το επόμενο πρωί; Όποιες κι αν είναι οι απαντήσεις που τικάρουν τα κουτάκια σου, θα συμφωνήσεις πως δύσκολα θα έβρισκες ένα άλλο (μόνο) φαγητό που θα μπορούσες να τρως για όλο το υπόλοιπο της ζωής σου.
“Η πίτσα είναι πολύ περισσότερα από σάλτσα ντομάτας και λιωμένο τυρί”, ανέφερε ενδεικτικά η περίφημη σεφ και restaurateur Ann Kim στον κύκλο του Chef’s Table που ήταν αφιερωμένος στο ενδεχομένως απόλυτο comfort food όλων των εποχών. “Η πίτσα είναι τέχνη”, συμπλήρωσε η –βραβευμένη με James Beard Award– Kim.
Η μάλλον διασημότερη Ιταλίδα του πλανήτη έχει τις ρίζες της στα βάθη της γαστρονομικής κουλτούρας της γείτονος. Δε θα σε πάω στα αρχαία πλατύψωμα, αλλά στη Νάπολη του 18ου αιώνα, οπότε και τίθενται οι απαρχές της σύγχρονης πίτσας. Από εκεί, το απολαυστικό φαινόμενο επεκτάθηκε πολύ πιο μακριά από τις πιτσο-μητροπόλεις της Μπότας, μέχρι εκεί που τρώνε πίτσα, δηλαδή παντού. Φυσικά, το συγκεκριμένο ταξίδι περιλαμβάνει αφράτη και άψογα ψημένη ζύμη, τραγανά κορνιτσιόνε και φίνα toppings.
Οι Ιταλοί και τα μπαρ
Πρώτα ήταν το Λονδίνο. Αμέσως μετά η Βαρκελώνη. Οι μητροπόλεις του παγκόσμιου bartending δείχνουν να αλλάζουν με αρκετά γρήγορες ταχύτητες. Υπάρχει, ωστόσο, ένας κοινός παρονομαστής. Οι Ιταλοί bartenders είναι οι πρωταγωνιστές της νέας χρυσής εποχής του mixology. Τι συμβαίνει, λοιπόν, με τα πιο φημισμένα μπαρ του κόσμου; Γιατί όλα δείχνουν να χρειάζονται τον Ιταλό τους;
Η άνοδος της αυτοκρατορίας του fine drinking
Πίσω στο 2009, όταν συντάχθηκε για πρώτη φορά η λίστα των The World’s 50 Best Bars, το top-4 αυτών βρισκόταν στη Νέα Υόρκη και μόλις ένα μπαρ από την πρώτη δεκάδα ήταν τοποθετημένο στο Λονδίνο. Την αμέσως επόμενη χρονιά συναντούσε κανείς 5 νεοϋορκέζικα και 2 λονδρέζικα μπαρ στα δέκα κορυφαία. Η κατάσταση άλλαξε τελείως το 2012: Η βρετανική μητρόπολη μετρούσε 6 spots στο top-10 της λίστας, με τη Νέα Υόρκη να πέφτει στα 2.


Τύποι όπως ο Luca Cinalli, ο Ago Perrone, o Simone Caporale και μερικοί ακόμα περνούσαν τη Μάγχη με σκοπό –κι ας μην το ήξεραν ούτε οι ίδιοι τότε– να καταστήσουν το κέντρο της γηραιάς Αλβιώνας τη νέα Μέκκα του fine drinking. Αρκετά χρόνια αργότερα, μπορούμε με σιγουριά να πούμε πως τα κατάφεραν. Και έπειτα αποφάσισαν να την κάνουν για πιο μεσογειακά μέρη και να χρίσουν τη Βαρκελώνη Μέκκα του ευ πίνειν.
Η λονδρέζικη “επανάσταση” ξεκίνησε, όμως, λίγο νωρίτερα από το 2009. Και πάλι από κάποιους Ιταλούς, στη σκιά του Μπάκιγχαμ και σε ένα μυθικό μπαρ που ίσως δεν δεις και ποτέ στα The World’s 50 Best Bars. Στο κέντρο της βρετανικής μητρόπολης και χαμένο ανάμεσα στα στενά δρομάκια κοντά στη St. James’s Street υπάρχει το Dukes Hotel. Εντός αυτού, το ομώνυμο μπαρ κουβαλά μια σπουδαία ιστορία και είναι το μέρος όπου φτιάχτηκε για πρώτη φορά το cocktail του James Bond, Vesper Martini, από τον ίδιο τον Ian Fleming. Ο τελευταίος ήταν πιστός θαμώνας του, πίσω στο 1952. Επίσης εκεί φτιάχτηκε και το διάσημο Duke’s Martini από τον θρύλο του bartending Salvatore Calabrese, το 1987.
Ο Alessandro Palazzi είναι ένας από εκείνους τους τύπους που έχουν περάσει μια ολόκληρη ζωή πίσω από το μπαρ στο Dukes και γνωρίζει όσο ελάχιστοι την τέχνη. Ο ίδιος είχε μιλήσει στο ιταλικό Esquire σχετικά με αυτό: “Δεν πρόκειται ποτέ να αφήσω καμία εταιρεία να με καθοδηγήσει ή να επιλέξει τα μπουκάλια που θα χρησιμοποιήσω. Στο Dukes έχουμε μια δική μας, old-school φιλοσοφία, και δεν πρόκειται να την αλλάξουμε”.
Η πραγματική τομή, ωστόσο, έγινε με το Artesian. To 2010 o Simone Caporale μαζί με τον –τσεχικής καταγωγής– Alex Kratena δημιούργησαν ένα μπαρ-θρύλο, που επί σειρά ετών σάρωνε τα πάντα στο διάβα του, καθορίζοντας σε σημαντικό βαθμό τη φάση. Ο Caporale και η ομάδα του κέρδισαν μια άνευ προηγουμένου σειρά από βραβεία και διεθνείς διακρίσεις. Μεταξύ αυτών, ο bartender από το Κόμο έγινε και ο πρώτος Ιταλός που βρέθηκε στην κορυφή των The World’s 50 Best Bars, με πολλούς να τον χαρακτηρίζουν ως Ferran Adrià των cocktails.


Last but not least –όπως άλλωστε συνηθίζουν να λένε και στην Αγγλία– ο Ago Perrone. Ο “man” αυτή τη στιγμή. Το The Connaught Bar του ομώνυμου ξενοδοχείου, στο Mayfair, βρέθηκε για δύο συνεχόμενες χρονιές (2020, 2021) στην κορυφή του πλανήτη των μπαρ, με τον Ago επικεφαλής. Είναι δύσκολο να σκεφτείς κάποιο άλλο μπαρ στον κόσμο όπου η κομψότητα παίζει τόσο σημαντικό ρόλο όπως στο Connaught Bar.
Το εν λόγω μέρος δεν κυνηγά τις πρόσκαιρες εντυπώσεις και τον παροδικό ενθουσιασμό των επισκεπτών του, αλλά λειτουργεί πάντοτε με ηρεμία προς έναν πολύ συγκεκριμένο σκοπό: την αυθεντική όσο και εκλεπτυσμένη φιλοξενία. Οι Ago Perrone, Giorgio Bargiani και Maura Milia κάνουν συνεχώς σταθερά βήματα προόδου τα τελευταία χρόνια, με άψογα ποτά, προσαρμοσμένα κάθε φορά στο ύφος του Connaught και όλα όσα αυτό εκπροσωπεί. Τα δε Dry Martinis του έχουν γίνει γνωστά σε κάθε γωνιά του κόσμου.
Δεν είναι, όμως, μόνο αυτοί. Σε μια διαχρονική μπαρότσαρκα στα πιο φημισμένα σημεία του αλκοολικού Λονδίνου, είναι μάλλον απίθανο να μην πετύχεις/πετύχαινες κάποιον Ιταλό ή, τέλος πάντων, ένα άτομο ιταλικής καταγωγής.
Κι έπειτα ήρθε η Βαρκελώνη
Τα κόζια άλλαξαν το 2022, οπότε και ο σημαντικότερος θεσμός του σύμπαντος των μπαρ βγήκε για πρώτη φορά εκτός Λονδίνου και επέλεξε τη Βαρκελώνη για την ετήσια τελετή του. Εντελώς συμπτωματικά –ή και όχι– ένα μπαρ της καταλανικής πρωτεύουσας βρέθηκε στην κορυφή. Το αλέγρο Paradiso ήταν εκείνο που πανηγύρισε με την ψυχή του το βράδυ της 5ης Οκτωβρίου στο La Cúpula de las Arenas, όταν ο Content Editor των The World’s 50 Best Bars, Mark Sansom, ανακοίνωνε το Νο 1. Δημιουργός του Paradiso; Ο Giacomo Giannotti. Σωστά, ακόμα ένας Ιταλός, που, έχοντας δημιουργήσει μια εξαιρετική ομάδα (κυρίως με συμπατριώτες του), συνεχίζει στο ίδιο υψηλό τέμπο.






Έναν χρόνο αργότερα, ήταν ένα άλλο μπαρ της Βαρκελώνης που κατακτούσε την κορυφή: το Sips του –προαναφερθέντα από τα λονδρέζικα πεπραγμένα– Simone Caporale, ο οποίος, παρεμπιπτόντως, απέκτησε πριν από περίπου δύο χρόνια και ένα από τα πιο ιστορικά μπαρ της πόλης, το θρυλικό Boadas.
The Italian way
Τι ακριβώς, όμως, έφεραν οι Ιταλοί στην κουλτούρα των μπαρ και των cocktails; Πώς ο Τύπος του F&B έφτασε ακόμα και στο σημείο να τους αποκαλεί –χαριτολογώντας– “Martini Mafia”;
Η τελευταία φράση δεν προέκυψε τυχαία, καθώς πολλοί από τους Ιταλούς bartenders έφτασαν πάνω-κάτω τις ίδιες χρονικές περιόδους στους προορισμούς τους και, μοιραία, έκαναν αρκετή παρέα μεταξύ τους. Συνήθιζαν, δε, τις Κυριακές να οργανώνουν μπάρμπεκιου, σχεδόν με οικογενειακή προσέγγιση, επιβεβαιώνοντας τους στενούς προσωπικούς και κοινωνικούς δεσμούς που χαρακτηρίζουν τους λαούς της Μεσογείου. Διαμόρφωσαν, λοιπόν, τη δική τους κοινότητα ή, αν προτιμάς, το community, που τόσο ευαγγελίζεται ο κόσμος του ποτού τα τελευταία χρόνια, και ειδικά μετά την πανδημία.
Ιστορικά, η Ιταλία αποτελούσε μια χώρα που διέπρεπε στο κομμάτι της φιλοξενίας, όπως αυτή ορίζεται υπό το πρίσμα των πολυτελών ξενοδοχείων, των εστιατορίων και των μπαρ. Είναι, σαν να λέμε, στο DNA των Ιταλών αυτό, όσο κι αν κάτι τέτοιο ακούγεται δεσμευτικά στερεοτυπικό και παρωχημένο. Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάς πως μιλάμε για μάστορες του marketing, όπως άλλωστε μαρτυρά και η τεράστια εξάπλωση της κουζίνας τους.
Τα παραπάνω βρίσκουν ένα τέλειο πεδίο εφαρμογής στο melting pot που ονομάζεται Λονδίνο και, έπειτα, πολύ πιο εύκολα στη Βαρκελώνη. Κάτοικοι και επισκέπτες σε Αγγλία και Ισπανία εκτίμησαν παραπάνω την ιταλική κουλτούρα και την κοσμοπολίτικη αύρα των πολυτάλαντων όσο και πολυλογάδων μεσογειακών. Έπειτα, οι διαφορετικές κουλτούρες και επιρροές που συναντά κανείς από χωριό σε χωριό της Ιταλίας μπορούν πολύ εύκολα να μεταφραστούν σε τεχνοτροπίες, υλικά και ιδέες που χωράνε σε οποιοδήποτε ποτήρι οποιουδήποτε elegant ξενοδοχείου και μπαρ, σε σημείο μάλιστα να προκαλούν αβίαστα εκείνο το wow factor που επιζητά ο εκάστοτε επισκέπτης. Αυτά μάλλον αρκούν.
Οι Ιταλοί και το απεριτίβο
Μήπως έχεις ένα λεπτό να σου μιλήσω για την ήρεμη δύναμη του aperitivo; Θα μπορούσαν τα απογευματινά ποτά να είναι μία από τις μεγαλύτερες εφευρέσεις όλων των εποχών; Πιστεύουμε πως ναι. Η πεμπτουσία του dolce far niente και ένας ένδοξος τρόπος για να επισφραγίσεις το φινάλε του κουραστικού πρώτου μισού της (κάθε) ημέρας.
Κάπου ανάμεσα στις 18.00 και τις 21.00. Εκτός αν πρόκειται για Παρασκευο-Σάββατο (ή και Κυριακή, αν προτιμάς), όποτε και μπορούμε να ξεκινήσουμε από τις 15.00. Με ποτά που συνήθως παίζουν στα χαμηλότερα των αλκοολικών βαθμών, δίχως αυτό να είναι απόλυτο. Ελαφρά cocktails. Και κάτι με αφρό. Με βερμούτ και αμάρι. Με bitters και με άλλα ποτά. Ή προτάσεις πιο φρέσκες, όπως τα “Ready To Enjoy” aperitivo cocktails της Granikal (με τη βοήθεια της Luxardo). Με συνοδευτικά σνακ και stuzzichini για να ανοίξει η όρεξη. To rinforzato. Και με πιο στιβαρά, όταν συμβεί το τελευταίο. Apericena δηλαδή. Όχι, δεν είναι happy hour. Είναι μια παλιά συνήθεια που αγγίζει τα όρια της ιεροτελεστίας. Ένα κοινωνικό δρώμενο. Ίσως και τελετουργικό.
Όπως συμβαίνει με τις περισσότερες ιταλικές παραδόσεις, οι ρίζες του aperitivo βρίσκονται πολύ βαθιά χωμένες στο παρελθόν. Κατά τη διάρκεια των ρωμαϊκών χρόνων υπήρξε μια πρωτότυπη μορφή της εν λόγω διαδικασίας. Σύμφωνα με τους ιστορικούς της γαστρονομίας, στην πραγματικότητα, προτού μπουν στα συμπόσιά τους, οι καλοστεκούμενοι Ρωμαίοι συνήθιζαν να κερνούν τον εαυτό τους ένα gustatio, ένα πόσιμο appetiser που τις περισσότερες φορές μεταφραζόταν σε ένα ποτήρι κρασί με μέλι. Η ίδια η λέξη aperitivo προέρχεται επίσης από τότε. Η ετυμολογία της συναντάται στο λατινικό aperitivus. “Κάτι που ανοίγει”. Την όρεξη, θα υποθέσουμε. Η πιο κυριολεκτική λειτουργία του έως και σήμερα.
Aperitivo στο τώρα
Υπάρχει, όμως, μια πολύ συγκεκριμένη στιγμή στην ιστορία που σηματοδοτεί την έναρξη της κουλτούρας του aperitivo: η δημιουργία του βερμούτ στην Ιταλία. Το έτος είναι 1786 και το μέρος το Τορίνο. Ο Antonio Benedetto Carpano αναμειγνύει λευκό κρασί, αψέντι, βότανα και μυρωδικά. Παράλληλα, διαπιστώνει ότι το ποτό του ανοίγει την όρεξη. Ο πρώτος βασιλιάς της Ιταλίας, Vittorio Emanuele II, αλλά και οι σημαντικές οικογένειες της εποχής Cavour και Verdi ενθουσιάζονται. Το βερμούτ γίνεται δημοφιλές. Σταδιακά γεννιούνται τα Amaro Ramazzotti, Martini και Campari, που ακόμα και σήμερα αποτελούν βάσεις ή συστατικά κάποιων πολύ δημοφιλών απεριτίφ.
Τα πρώτα βήματα του contemporary aperitivo γίνονται στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν εισάγονται στην Ιταλία η σόδα και τα seltzers (ας πούμε ο πρόγονος των ανθρακούχων νερών). Το κυρίαρχο πικρό στοιχείο των βερμούτ αρχίζει να μαλακώνει με την προσθήκη των προαναφερθέντων, ώστε να μπορεί πιο εύκολα να το ανεχτεί ένα άδειο στομάχι. Κάπως έτσι, ξεκινούν όλοι να πίνουν το Rabarbaro Zucca, το ποτό που εμπνέεται ο Ettore Zucca το 1845. Το 1919 και το 1920 δημιουργούνται τα δύο από τα πιο σπουδαία κλασικά ποτά: το Negroni και το Spritz.


Η ιστορία του Negroni ξεκινά ένα μεσημέρι του 1919, όταν ο ιδιοκτήτης του Caffè Casoni στη Φλωρεντία (αργότερα έγινε ευρύτερα γνωστό ως Caffè Giacosa) ζητάει από τον μπάρμαν του να αντικαταστήσει τη σόδα στο Americano του (Campari, γλυκό βερμούτ, σόδα) με τζιν. Εκείνος το κάνει, και μάλιστα, για να τονίσει τη διαφοροποίησή του από το Americano, το στολίζει με μια φλούδα πορτοκαλιού αντί για λεμόνι.
Ο δον Camillo Negroni ενθουσιάζεται τόσο πολύ, που όχι μόνο του δίνει το όνομά του, αλλά και ιδρύει αργότερα μια ποτοποιία που παρασκευάζει και εμφιαλώνει έτοιμο το κοκτέιλ. Μια άλλη φήμη θέλει τους πελάτες του Caffè Casoni να ζητάνε “ένα ποτό σαν εκείνο του κόμη Negroni”, με αποτέλεσμα να καθιερωθεί το όνομα για το συγκεκριμένο κοκτέιλ.
Το Spritz, από την άλλη, οφείλει το όνομά του σε Αυστριακούς στρατιώτες (ένα σημαντικό κομμάτι της Βόρειας Ιταλίας βρίσκεται υπό αυστριακή κατοχή). Η προτίμησή τους στην μπίρα καθιστά τα έντονα κρασιά του ιταλικού Βορρά αρκετά δύσκολα στην κατανάλωση, σε σημείο που να τα αραιώνουν με νερό. Κάπως έτσι, γεννιέται το spritzen, ένα ποτό που μπορούν να απολαύσουν ευχάριστα. Για καλή τύχη όλων, η περιοχή του Βένετο φημίζεται και για το αφρώδες prosecco, το οποίο τελικά επικρατεί στα spritzes μαζί με την προσθήκη κάποιου πικρού ιταλικού απεριτίφ, όπως είναι το Aperol.


Ανάμεσα στα ιταλικά κλασικά μία θέση ασφαλώς κατέχει το Bellini, το πάντρεμα του αφρώδους κρασιού και του πολτού λευκού ροδάκινου, που δημιουργείται για πρώτη φορά από τον Giuseppe Cipriani στο Harry’s Bar της Βενετίας το 1948. Έμπνευση του Cipriani απoτέλεσε ο χιτώνας του Αγίου Φραγκίσκου σε πίνακα του αναγεννησιακού ζωγράφου Giovanni Bellini. Η επανάσταση του κοκτέιλ, όμως, δεν σταματά εκεί: Το 2005 ο bartender Roland Gruber στο Τρεντίνο-Άλτο Άντιτζε του νότιου Τιρόλου άντλησε έμπνευση από το Spritz και δημιούργησε το Hugo, στο οποίο το Aperol είχε αντικατασταθεί με το σιρόπι elderflower. Μια ξεκάθαρη επιτυχία.
Το aperitivo, λοιπόν, είναι μια μαγική λέξη για όλους εκείνους που αγαπούν τη ζωή. Ένα state of mind που ασπάζονται εκατομμύρια άνθρωποι. Και το κάνουν γιατί είναι διασκεδαστικό, ανεπιτήδευτο. Ένας από τους ιδανικότερους τρόπους για να ξεκινήσεις μια βραδιά. Ή μια γιορτή.
Και έπειτα, το digestivo
Μέχρι να φτάσεις στο δείπνο, όλα καλά. Μετά όμως; Κάπου εδώ μπαίνει στο παιχνίδι ο όρος digestivo. Όπως πιθανότατα αντιλαμβάνεσαι από το όνομα, μιλάμε για εκείνα ακριβώς τα ποτά που θα σε βοηθήσουν να χαλαρώσεις, θα ηρεμήσουν το στομάχι και συμβάλλουν στο να χωνέψεις.
Όλα τα παραπάνω, με γουστόζικο και φινετσάτο τρόπο. Γκράπα, αμάρο ή και σαμπούκα κάνουν τη δουλειά, αν και είμαι βέβαιος πως στα μέρη μας εκτιμάται ιδιαιτέρως το λιμοντσέλο – μια έξοχη πρόταση επί τη ευκαιρία είναι το Limoncello di Capri.