Η τρέχουσα πολιτική συγκυρία στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από προκλήσεις, εντός και εκτός συνόρων. Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη καλείται να διαχειριστεί μια σειρά από σοβαρά ζητήματα που θα καθορίσουν τη μελλοντική πορεία της χώρας. Ενόψει της παρουσίας του Πρωθυπουργού στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης (ΔΕΘ) στις αρχές Σεπτεμβρίου, η κυβέρνηση βρίσκεται σε φάση προετοιμασίας για να παρουσιάσει έναν οδικό χάρτη με τους επόμενους στόχους.
Η οικονομία είναι πάνω απ’ όλα. Η αύξηση των επενδύσεων, η μείωση της ανεργίας και η ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών είναι κεντρικά σημεία του κυβερνητικού σχεδίου. Ωστόσο, οι συνεχιζόμενες πιέσεις στον πληθωρισμό και το κόστος ενέργειας εξακολουθούν να δοκιμάζουν τις αντοχές της ελληνικής κοινωνίας.
Ένα ακόμη μείζον ζήτημα είναι η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, που έχει καταστεί πιο επείγουσα όσο ποτέ, ειδικά μετά την καταστροφική πυρκαγιά στην Αττική που έφτασε μέσα στον οικιστικό ιστό των Βριλησσίων και του Χαλανδρίου. Η κυβέρνηση καλείται να παρουσιάσει ένα σαφές και αποτελεσματικό σχέδιο για την πρόληψη και διαχείριση των φυσικών καταστροφών, αναγνωρίζοντας με ειλικρίνεια τις επιχειρησιακές αστοχίες που συνέβησαν.
Στο μέτωπο της υγείας, το Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ) αντιμετωπίζει διαχρονικά τα ίδια σοβαρά προβλήματα υποχρηματοδότησης και υποστελέχωσης. Οι πολίτες αναμένουν ουσιαστικές παρεμβάσεις, ειδικά σε ό,τι αφορά τη βελτίωση των υπηρεσιών υγείας και τη στήριξη των πιο ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.
Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, η κυβέρνηση πρέπει να χειριστεί με επιδεξιότητα τις σχέσεις με την Τουρκία, την ανατολική Μεσόγειο, αλλά και την κατάσταση στα Βαλκάνια. Οι γεωπολιτικές εξελίξεις στην περιοχή, όπως και η διαχείριση των προσφυγικών ροών, παραμένουν κρίσιμες προκλήσεις που απαιτούν ισορροπημένη στρατηγική και σταθερές συμμαχίες.
Ωστόσο, αν ο πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του μείνουν στο αμιγώς διαχειριστικό επίπεδο, κινδυνεύουν να επιβεβαιώσουν την «κατάρα» της δεύτερης θητείας που χαρακτηρίζει όλη τη μεταπολιτευτική ιστορία. Κανείς πρωθυπουργός δεν ξέφυγε από αυτή. Από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Ανδρέα Παπανδρέου μέχρι τον Κώστα Σημίτη και τον Κώστα Καραμανλή. Μπορεί να πετύχαιναν μια λιγότερο ή περισσότερο θριαμβευτική επανεκλογή για δεύτερη κυβερνητική θητεία όμως στην πορεία πάθαιναν vertigo κι ακολουθούσε η πτώση και η εναλλαγή στην εξουσία. Γι αυτό άλλωστε και κανένας πρωθυπουργός μέχρι σήμερα δεν κατάφερε να εκλεγεί για τρίτη συνεχόμενη θητεία.
Το φαινόμενο έχει πολλές εξηγήσεις. Διακυβέρνηση σημαίνει τριβές, πικρίες, συγκρούσεις που με τον καιρό σωρεύονται και κάποια στιγμή ξεσπούν με απρόβλεπτες συνέπειες. Συνήθως ο ενθουσιασμός χάνεται και κυριαρχεί η κυβερνητική κόπωση. Ειδικά αν δεν υπάρχει και ικανός «πάγκος» από πρόσωπα που θα μπορούσαν με την είσοδό τους στην κυβέρνηση να φέρουν την αναζωογόνηση.
Το στοίχημα λοιπόν για τον Κυριάκο Μητσοτάκη δεν είναι το πόσο μικρό ή μεγάλο θα είναι το καλάθι της ΔΕΘ. Το στοίχημα είναι αν θα μπορέσει να διαμορφώσει με πειστικούς όρους ένα νέο εθνικό αφήγημα για τη χώρα. Το να συνεχίζουμε απλά να κλωτσάμε το τενεκεδάκι προς το μέλλον κι όπως πάει, είναι και η αιτία της κλιμακούμενης εθνικής μας κατάθλιψης στην οποία κινδυνεύουμε να βουλιάξουμε, μη ξέροντας τι να κάνουμε επί της ουσίας και πως να βγάλουμε στην επιφάνεια την αυθεντικότητα των βαθύτερων ψυχικών δυνατοτήτων που μας χαρακτηρίζουν ως λαό.
Η διαχειριστική λογιστική «τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι, έξι το λαδόξιδο» μπορεί να είναι αναγκαία αλλά από μόνη της δεν είναι και ικανή συνθήκη για να δώσει στη χώρα την εθνική ανάταση που έχει ανάγκη. Χρειάζεται ένας νέος μεταρρυθμιστικός οίστρος που θα περιγράφει πειστικά όχι το πως θα μοιάζει η Ελλάδα το επόμενο εξάμηνο αλλά την επόμενη και τη μεθεπόμενη δεκαετία. Χρειαζόμαστε επειγόντως μια νέα «Μεγάλη Ιδέα» που θα εμπνέει και θα συστρατεύει τους Έλληνες.
Μπορεί να το πετύχει αυτό ο Κυριάκος Μητσοτάκης; Μπορεί να ξορκίσει την κατάρα της δεύτερης θητείας; Δεν υπάρχει βέβαιη απάντηση. Το μόνο σίγουρο είναι πως έχει ένα πλεονέκτημα που δεν είχε κανένας από τους προκατόχους του. Δεν έχει απέναντί του μια αξιωματική αντιπολίτευση που να είναι έτοιμη, όπως συνέβαινε διαχρονικά, να αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες. Στον ΣΥΡΙΖΑ «γίνεται της Πόπης» και το ΠΑΣΟΚ είναι αμφίβολο αν μπορεί ακόμη και με μια νέα ηγεσία να διαμορφώσει μια ελκυστική και αξιόπιστη εναλλακτική κυβερνητική πρόταση.
Η ΔΕΘ λοιπόν μπορεί πραγματικά να αποτελέσει ένα καθοριστικό σημείο καμπής των εξελίξεων στο βαθμό που ο πρωθυπουργός συνεχίσει να διεκδικεί την πολιτική κυριαρχία όχι με όρους κομματικής αυτοσυντήρησης αλλά φυτεύοντας το σπόρο μιας εθνικής αναγέννησης, μιας νέας Ελλάδας.