Το ελληνικό καλοκαίρι δεν είναι απλώς μια εποχή. Είναι τρόπος ζωής, αίσθηση, ανάμνηση, πατρίδα. Είναι ο ήλιος που σμίγει με τη θάλασσα, το άρωμα του βασιλικού και του φρεσκοψημένου ψωμιού, το τραπέζι με φίλους και συγγενείς, η φιλοξενία που δεν είναι υπηρεσία αλλά αξία βαθιά χαραγμένη στον συλλογικό μας πολιτισμό. Κι αν το καλοκαίρι είναι τρόπος ζωής, τότε η πρόκληση που έχουμε μπροστά μας είναι πώς να τον διατηρήσουμε αυθεντικό, να τον κάνουμε μοχλό προόδου και όχι απλώς τουριστικό προϊόν.
Η Ελλάδα δεν θα αντέξει για πολύ μέσα στο χρόνο αν απωλέσει την ταυτότητά της. Δεν μπορεί το ελληνικό καλοκαίρι να εξελιχθεί σε ένα καταναλωτικό πανηγύρι χωρίς ρίζες, ούτε η φιλοξενία μας να γίνει ένα απρόσωπο copy-paste διεθνών προτύπων. Πρέπει να σκεφτούμε δημιουργικά, καινοτόμα, έξω από τα στενά όρια της σημερινής πραγματικότητας. Το ελληνικό καλοκαίρι μπορεί και πρέπει να αποτελέσει έναν εθνικό πυλώνα ανάπτυξης, συνοχής και – ναι – δημογραφικής ανάκαμψης.
Η βιομηχανία της φιλοξενίας κατέχει κομβική θέση σε αυτό το όραμα. Δεν είναι απλώς ένας δυναμικός οικονομικός τομέας – είναι το πρόσωπο της χώρας μας προς τον κόσμο. Και γι’ αυτό ακριβώς πρέπει να γίνει πρότυπο βιώσιμης και συμπεριληπτικής ανάπτυξης. Αυτό σημαίνει επενδύσεις όχι μόνο σε υποδομές αλλά και στον πολιτισμό της καθημερινότητας. Δεν μπορούμε να μιλάμε για παγκόσμιους προορισμούς με τριτοκοσμικές εικόνες στους δρόμους, στα πεζοδρόμια και στους κοινόχρηστους χώρους με το μόνιμο επιχείρημα «ο Δήμος δεν έχει λεφτά». Να τα βρει. Αλλιώς να δηλώσει αδυναμία εκπλήρωσης της αποστολής του και να βάλει λουκέτο.
Μια φιλοξενία – πρότυπο σημαίνει επίσης, επενδύσεις στους ανθρώπους. Οι εργαζόμενοι της σεζόν (ξενοδοχεία, εστιατόρια, καφέ, μπαρ, κλπ) δεν είναι “κόστη” — είναι οι πρωταγωνιστές της εμπειρίας που πουλάμε. Αν δεν στηρίξουμε τη δική τους ευημερία, πώς μπορούμε να μιλάμε για πραγματική ελληνική φιλοξενία;
Καλοί μισθοί, ανθρώπινα ωράρια, δυνατότητες ανέλιξης και κατάρτισης: αυτά είναι τα θεμέλια για ένα τουριστικό μοντέλο με διάρκεια. Ένα μοντέλο που δεν θα εξαντλεί τους εργαζόμενους, αλλά θα τους εμπνέει. Ένα μοντέλο που θα προσελκύει νέα παιδιά στον κλάδο όχι από ανάγκη αλλά από επιλογή. Γιατί μόνο αν μείνουν οι νέοι στον τουρισμό, με αξιοπρέπεια και προοπτική, θα παραμείνει και η ελληνική φιλοξενία πραγματικά ελληνική.
Ο δρόμος προς τα εκεί απαιτεί γενναίες αποφάσεις και αλλαγή παραδείγματος. Οι επενδύσεις πρέπει να συνοδεύονται από κοινωνική ευθύνη. Οι πολιτικές ανάπτυξης πρέπει να εστιάζουν στην αναβάθμιση των τοπικών κοινωνιών, ώστε τα οφέλη του τουρισμού να μην συγκεντρώνονται σε λίγα χέρια αλλά να διαχέονται δίκαια. Χρειάζεται ενίσχυση της εποχιακής απασχόλησης με σταθερότητα και κοινωνική προστασία, αλλά και προώθηση δράσεων για τη διασύνδεση του τουρισμού με την αγροτική παραγωγή, τον πολιτισμό και την εκπαίδευση.
Το ελληνικό καλοκαίρι μπορεί να λειτουργήσει ως γέφυρα ανάμεσα σε γενιές, περιοχές και κοινωνικές ομάδες. Μπορεί να γίνει παράδειγμα παγκοσμίως για το πώς μια χώρα χτίζει ανάπτυξη βασισμένη σε αρχές και όχι μόνο σε αριθμούς. Μπορεί να φέρει πίσω νέους που έφυγαν, να εμπνεύσει νέες μορφές επιχειρηματικότητας, να στηρίξει την ενδοχώρα, να προσφέρει ελπίδα εκεί που σήμερα υπάρχει μόνο αβεβαιότητα.
Η επιλογή είναι δική μας: ή θα αφήσουμε το ελληνικό καλοκαίρι να χαθεί σε έναν άναρχο τουριστικό χάρτη χωρίς ταυτότητα ή θα το αναδείξουμε ως σύγχρονο πυλώνα εθνικής στρατηγικής. Αρκεί να θυμόμαστε ότι το ελληνικό καλοκαίρι δεν είναι για πούλημα. Είναι για μοίρασμα. Όπως πάντα ήταν.