Οι πρόσφατες αναφορές της τουρκικής ηγεσίας και δη του υπουργού Εξωτερικών, αλλά και του ίδιου του Τούρκου Προέδρου, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, περί αμφισβητούμενης ελληνικής κυριαρχίας επί πλείστων όσων ελληνικών νησιών, συμπεριλαμβανομένων και μεγάλων κατοικημένων τοιούτων, έρχονται να υπενθυμίσουν το ευδιάκριτο, συνεχές και οιονεί επερχόμενο της τουρκικής απειλής, καθώς και να υπογραμμίσουν τον μη συγκυριακό χαρακτήρα της εκδηλούμενης κατά ταύτα στρατηγικής.
*Ομότιμος καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Οι ανωτέρω αναφορές της τουρκικής ηγεσίας εκδηλώνονται ως μια εμφανής συνέχεια μιας παλαιόθεν και σταδιακά κλιμακούμενης τουρκικής αναθεωρητικής στρατηγικής, η οποία και επιχειρεί να «εμπλουτίσει» το περιεχόμενο της ατζέντας των τουρκικών διεκδικήσεων έναντι του ευρύτερου ελλαδικού χώρου, μεταφέροντας το μήνυμα προς τρίτους και δη στον διεθνή παράγοντα πως η εν λόγω θαλάσσια ζώνη αποτελεί διαφιλονικούμενη περιοχή, τελούσα υπό διαρκή ενεργό αμφισβήτηση.
Είναι γνωστό πως ο διεθνής παράγων δεν εξετάζει ενδελεχώς το αν ο επιτιθέμενος ή ο αμυνόμενος βρίσκεται εν δικαίω ή εν αδίκω, αλλά αποτυπώνει, κατά το σύνηθες της πρακτικής του, ως ρεαλιστικώς υφιστάμενο το σκηνικό της διαλαμβανόμενης εξέλιξης, προβάλλοντας εν προκειμένω την παρότρυνση μιας «ειρηνικής» διευθέτησης της αναδυόμενης «διαφοράς», πολλώ δε μάλλον όταν τούτο παραπέμπει στην εν προκειμένω εμπλοκή δύο Νατοϊκών συμμάχων.
Η Τουρκία, θεωρούσα ως δεδομένη μια παραδοσιακή ανοχή του διεθνούς παράγοντα, υποδυόμενου εν προκειμένω τον ρόλο νέου Τσάμπερλεν, σε διεθνώς παράνομες πράξεις της, με τελευταία τούτων το άνοιγμα και τον εποικισμό των Βαρωσίων στην Κύπρο, συνεχίζει να βαδίζει κατά τα ανωτέρω, άνευ διεθνούς κόστους στις εν προκειμένω πολιτικές της, όπερ και ενδυναμώνει αυτονοήτως τις περαιτέρω αναθεωρητικές ενέργειές της.
Στην τουρκική θεώρηση, που παραπέμπει σε μια στρατηγική συνεπούς εφαρμογής του δόγματος της εμπέδωσης κυριαρχίας μέσω διαρκών και στρατηγικά σκοπούμενων διεκδικήσεων, η Κύπρος αντικρίζεται κατά ταύτα ως κεκτημένο, επί του οποίου και εδράζεται η περαιτέρω αναθεωρητική κλιμάκωση των τουρκικών πολιτικών, γεγονός που την προσανατολίζει στο επόμενο βήμα διεκδίκησης, όπερ και παραπέμπει στην αμφισβήτηση νήσων και βραχονησίδων στην αιγαιακή ζώνη.
Η Αγκυρα, επικαλούμενη εν προκειμένω τις Συνθήκες Ειρήνης των Παρισίων, με τις οποίες παραχωρήθηκαν τα Δωδεκάνησα από την Ιταλία στην Ελλάδα και στις οποίες -ειρήσθω εν παρόδω- η ίδια ως επιτήδειος ουδέτερος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ουδένα ρόλο διαδραμάτισε, αλλά και σχετικές πρόνοιες της Συνθήκης της Λωζάννης περί περιορισμένων ναυτικών εξοπλισμών, παραβλέποντας πως η Αθήνα κάνει χρήση του διεθνώς κατοχυρωμένου από τον καταστατικό χάρτη του ΟΗΕ δικαιώματος της αυτοάμυνας, προχωρεί σε διεκδικητική αμφισβήτηση κυριαρχίας ελληνικών νησιών. Προσβλέπει έτσι η Αγκυρα στο ότι η ανωτέρω αναθεωρητική πολιτική της θα μπορούσε να στηριχτεί και σε ένα νομικό υπόβαθρο, που θα υποβοηθούσε την ενεργοποιούμενη «μεσολαβητική» παρέμβαση τρίτων δυνάμεων και διεθνών θεσμών προς επίλυση της ανωτέρω περί διαφοράς κατασκευής.
Συναφώς, η Αγκυρα αντικρίζει και ως καλοδεχούμενη ευκαιρία μια ενδεχόμενη παρεμβατική λειτουργία του διεθνούς παράγοντα, ο οποίος στην καθιερωμένη αντίληψη μιας πάση θυσία απουσίας σύγκρουσης σε μια κρίσιμη περιοχή του κόσμου, όπως η εν προκειμένω, θα συνιστούσε εκθύμως την αμφίπλευρη σταδιακή απόσυρση στρατιωτικών δυνάμεων μεταξύ επιτιθέμενων και αμυνόμενων. Οπερ και παραπέμπει σε μετακίνηση της Στρατιάς του Αιγαίου από τα παράλια στην τουρκική ενδοχώρα και στην ταυτόχρονη αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του κεντρικού Αιγαίου και των Δωδεκανήσων.
Το ανωτέρω σενάριο θα συνιστούσε μια καίρια, τακτικού επιπέδου, τουρκική νίκη επί του πεδίου, με ταυτόχρονη στρατηγική ήττα της Ελλάδος, καθ’ ότι τα νησιά σε επιχειρησιακό επίπεδο εξαιρετικά δυσχερώς επαναστρατιωτικοποιούνται, ενώ η Στρατιά του Αιγαίου ευκόλως και ταχύτατα μετακινείται από την ενδοχώρα στα παράλια.
Είναι δεδομένο και ιστορικώς καταγεγραμμένο πως η σημερινή τουρκική αμφισβήτηση κυριαρχίας ελληνικών νησιών δεν παραπέμπει σε εσωπολιτικές ή άλλες διεργασίες του τουρκικού πολιτικού σκηνικού. Αντιθέτως, παραπέμπει στην εμπεδωμένη και στρατηγικά δοκιμασμένη τουρκική αναθεωρητική πολιτική, που υπερβαίνει κατά ταύτα πρόσωπα και συγκυριακές πολιτικές καταστάσεις, παραγόμενη από τις πολιτικές δομές του βαθέος και οιονεί υφιστάμενου τουρκικού κράτους.
Η ανωτέρω δεδομένη διάσταση τουρκικής στρατηγικής οφείλει να ενσωματωθεί στην πρόσληψη και διάρθρωση της ελληνικής αποτρεπτικής στρατηγικής έναντι του τουρκικού επεκτατισμού, σε έναν σχεδιασμό που να εμπεδώνει το γεγονός της αληθούς γνώσης της άλλης πλευράς και της αυτογνωσίας ημών έναντι της ιστορίας, του πολιτισμού και της εθνικής προοπτικής της χώρας.
Τα νησιά του Αιγαίου, που συνιστούν τον πολιτιστικό και στρατηγικό πνεύμονα της Ελλάδος και που παραπέμπουν σε μια αρχέγονη ιστορία και παράδοση, οφείλουν να τυγχάνουν από την ελληνική πολιτεία μιας ενεργού υπεράσπισης και στήριξης ως προβολής ισχύος, όπερ και θα σήμαινε την παρουσία όχι μόνο σύγχρονου στρατιωτικού εξοπλισμού στο πλαίσιο αμυντικής θωράκισης, αλλά και την ενίσχυση της πληθυσμιακής παρουσίας των Ελλήνων ακριτών, οι οποίοι συνιστούν ένα οιονεί υφιστάμενο ανθρώπινο τείχος αντίστασης και ενεργού ελληνικότητας.
(Πηγή: real.gr)