Οι παρατεταμένες ξηρασίες και η έλλειψη βροχοπτώσεων επηρέασαν αρνητικά την ανάπτυξη των ελαιοδέντρων και την παραγωγή, αυξάνοντας την αναλογία ελιάς προς λάδι και μειώνοντας την περιεκτικότητα των καρπών σε έλαιο.
Οι διαφορετικές συνθήκες ανάπτυξης στο νησί οδήγησαν σε ανομοιόμορφους χρόνους συγκομιδής, δυσχεραίνοντας τον προγραμματισμό των παραγωγών.
Η πρακτική πώλησης χύμα ελαιολάδου (π.χ. σε “ντενεκέδες”) υπονομεύει την ποιότητα, ενισχύει τη νοθεία και παραβιάζει τη νομοθεσία. Η τυποποίηση είναι απαραίτητη για τη διαφάνεια και την προστασία των καταναλωτών.
Η τυποποίηση σε σφραγισμένες συσκευασίες ενισχύει τη φήμη του ελληνικού ελαιολάδου, προωθεί τα προϊόντα ΠΟΠ/ΠΓΕ και προσφέρει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στις διεθνείς αγορές.
Είναι κρίσιμο να δοθούν κίνητρα στους παραγωγούς για στροφή σε ποιοτικές και τυποποιημένες λύσεις, καθώς και να ενισχυθεί η ενημέρωση και οι έλεγχοι για την προστασία του προϊόντος και των καταναλωτών.
Καλεσμένος της εκπομπής «RealKos» με τον Παναγιώτη Ζουζούνη βρέθηκε ο ελαιοπαραγωγός και τυποποιητής κύριος Στέλιος Δρόσος συζητώντας για την πορεία της ελαιοσυγκομιδής τη φετινή περίοδο, τις τιμές, την ποιότητα, τον τρόπο πώλησης καθώς και την τυποποίηση του ελαιολάδου.
Όσον αφορά την φετινή σοδειά και την παραγωγή ο κ. Δρόσος δήλωσε τα εξής: «Η φετινή συγκομιδή ελιάς στην Κω παρουσιάζει προκλήσεις που σχετίζονται άμεσα με τις καιρικές συνθήκες. Οι παρατεταμένες περίοδοι ξηρασίας και η έλλειψη επαρκών βροχοπτώσεων επηρέασαν σημαντικά την ανάπτυξη των ελαιοδέντρων και την παραγωγή καρπών. Παρότι η αρχική αισιοδοξία βασίστηκε στην καλή ανθοφορία και στη γενική εικόνα των δέντρων κατά την άνοιξη, οι κλιματικές συνθήκες του καλοκαιριού και του φθινοπώρου ανέτρεψαν τις προσδοκίες. Δυστυχώς παρατηρείται μια αύξηση αναλογίας ελιάς προς λάδι, με την αναλογία κιλών ελιάς ανά κιλό λαδιού να έχει αυξηθεί από το 2-3 στο 4 ή και περισσότερο. Αυτό οφείλεται κυρίως στη μειωμένη περιεκτικότητα των καρπών σε έλαιο λόγω στρες ξηρασίας και στην πιο μικρή ή αφυδατωμένη μορφή των ελιών, που απαιτεί περισσότερους καρπούς για να παραχθεί η ίδια ποσότητα λαδιού. Η ξηρασία μπορεί να επηρεάσει και τα χαρακτηριστικά του ελαιόλαδου, όπως την οξύτητα και τα αρωματικά στοιχεία, αν και ορισμένες περιοχές ίσως ευνοούνται από το ξηρότερο κλίμα για τη διατήρηση χαμηλής οξύτητας. Οι ανομοιόμορφες συνθήκες ανάπτυξης σε διάφορες περιοχές του νησιού οδήγησαν σε διαφορετικούς χρόνους συγκομιδής, κάτι που δυσχεραίνει τον προγραμματισμό των παραγωγών. Παρά τις δυσκολίες, η ελαιοπαραγωγή στην Κω παραμένει ένας σημαντικός τομέας, και οι παραγωγοί προσαρμόζονται σταδιακά στις νέες συνθήκες. Οι προσπάθειες για καλύτερη διαχείριση των πόρων και εκσυγχρονισμό των μεθόδων παραγωγής θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στη διατήρηση της τοπικής παράδοσης».
Ιδιαίτερη η αναφορά του κ. Δρόσου και στον ορθό τρόπο πώλησης του ελαιολάδου: «Δυστυχώς, στην Ελλάδα έχουμε ταυτίσει την πώληση του ελαιολάδου με τον «ντενεκέ», κάτι που όχι μόνο απαγορεύεται από τη νομοθεσία αλλά και δημιουργεί σοβαρά προβλήματα για την ποιότητα του προϊόντος και την προστασία των καταναλωτών. Ο σωστός τρόπος πώλησης είναι μέσω τυποποίησης, ώστε το ελαιόλαδο να διατίθεται σε σφραγισμένες και πιστοποιημένες συσκευασίες που πληρούν όλες τις προδιαγραφές. Έτσι, ο καταναλωτής μπορεί να γνωρίζει τι ακριβώς αγοράζει: την κατηγορία του λαδιού (όπως εξαιρετικό παρθένο ή παρθένο), την προέλευση, την οξύτητα και τα υπόλοιπα ποιοτικά χαρακτηριστικά του. Η πρακτική της πώλησης «χύμα» ελαιολάδου όχι μόνο υπονομεύει την ποιότητα, αλλά ανοίγει και την πόρτα σε φαινόμενα νοθείας, όπως προσμείξεις με σπορέλαια ή κατώτερης ποιότητας ελαιόλαδα. Επιπλέον, πρέπει να σταματήσουμε να χρησιμοποιούμε ανεπίσημες μονάδες μέτρησης, όπως ο «ντενεκές», και να προχωρήσουμε στη σωστή πώληση με βάση τα λίτρα, ώστε να είναι ξεκάθαρο πόσο προϊόν αγοράζει κάποιος. Η τυποποίηση δεν αφορά μόνο την ασφάλεια του καταναλωτή αλλά και την ενίσχυση της αξίας του ελληνικού ελαιολάδου. Ένα τυποποιημένο προϊόν με σαφή γεωγραφική προέλευση και χαμηλή οξύτητα μπορεί να σταθεί καλύτερα στην αγορά και να ενισχύσει τη φήμη του ελληνικού ελαιολάδου παγκοσμίως. Ειδικά τα ελαιόλαδα με Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης (ΠΟΠ) ή Προστατευόμενη Γεωγραφική Ένδειξη (ΠΓΕ) πρέπει να προστατευτούν ακόμη περισσότερο, για να διατηρήσουν την ποιότητά τους και να κερδίσουν την εμπιστοσύνη του καταναλωτή. Πρέπει, λοιπόν, να ενισχύσουμε την ενημέρωση των παραγωγών και των καταναλωτών, να ενταθούν οι έλεγχοι για τη νοθεία και να δώσουμε κίνητρα στους παραγωγούς να στραφούν σε τυποποιημένες και ποιοτικές λύσεις. Μόνο έτσι θα προστατεύσουμε την παράδοση, τη φήμη και την αξία του ελληνικού ελαιολάδου, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι ο καταναλωτής γνωρίζει τι αγοράζει και εμπιστεύεται το προϊόν που φτάνει στο τραπέζι του».