Ο Γερμανός σκηνοθέτης Rainer Werner Fassbinder (1945-1982), υπήρξε μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του μεταπολεμικού ευρωπαϊκού κινηματογράφου. Αν και πέθανε σε νεαρή ηλικία -από υπερβολική δόση ναρκωτικών – πρόλαβε να σημαδέψει την κινηματογραφική τέχνη με το έργο του, το οποίο περιλαμβάνει 43 ταινίες, σε μόλις σε 17 χρόνια καριέρας.
Ήταν ένας παθιασμένος καλλιτέχνης, που γύριζε ταινίες με πυρετώδη ρυθμό , με μια μικρή και αφοσιωμένη ομάδα καλλιτεχνών που ανεχόταν πολλές από τις ιδιοτροπίες του. Ξεκίνησε την καλλιτεχνική του δραστηριότητα από τα θέατρο ,συμμετέχοντας στο «Αντιθέατρο» του Μονάχου , όπου και απέκτησε μεγάλη εμπειρία στην ερμηνεία, στην καθοδήγηση των ηθοποιών και στη σκηνοθεσία.
Το, γυρισμένο το 1974, «Ο φόβος τρώει τα σωθικά» είναι ένα από τα πιο γνωστά και χαρακτηριστικά φιλμ του Fassbinder. Αποτελεί ένα χαλαρό remake της ταινίας «Όσα επιτρέπουν οι ουρανοί» (1955), του γερμανού Douglas Sirk, ο οποίος διέπρεψε στο χολιγουντιανό μελόδραμα.
Ο 40χρονος Μαροκινός Ali (El Hedi ben Salem) και οι φίλοι του πηγαίνουν συχνά σε ένα μικρό μπαρ για να πιουν μερικές μπύρες, να ακούσουν την αγαπημένη τους μουσική και να μιλήσουν για τους συγγενείς τους στη πατρίδα. Η 60χρονη Emmi (Brigitte Mira) μπαίνει στο μπαρ για να γλιτώσει από τη δυνατή βροχή. Ο Ali την κερνάει μια κόκα κόλα και της ζητά να χορέψουν. Αργότερα, την συνοδεύει στο σπίτι της και εκείνη προσφέρεται να του φτιάξει έναν καφέ. Παρόλο που ο Ali είναι πολύ νεότερος από την Emmi και δεν μιλά καλά γερμανικά , αναπτύσσεται μια ερωτική έλξη και οι δυο τους ανακαλύπτουν ότι έχουν πολλά κοινά. Λίγες μέρες αργότερα, αποφασίζουν να παντρευτούν. Οι γείτονες διαμαρτύρονται αμέσως στον ιδιοκτήτη ότι ένας αλλοδαπός έκανε το κτήριο του επισφαλές. Όταν η Emmi τον συστήνει στα παιδιά της και τις οικογένειές τους, αντιδρούν άσχημα. Ο Ali δεν ενοχλείται από τις ρατσιστικές προσβολές και τα θυμωμένα βλέμματα, αλλά η Emmi δυσκολεύεται να τις αντέξει. Ωστόσο σταδιακά ο Ali αρχίζει να αμφισβητεί την απόφασή του να την παντρευτεί και αρχίζει να περνά όλο και περισσότερο χρόνο με τους φίλους του…
Ο «φόβος…» ήταν μια από τις καθοριστικές ταινίες του Νέου Γερμανικού Κινηματογράφου στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Ο Fassbinder επιδίδεται σε μια άσκηση θαυμασμού μεταφέροντας το επιβλητικό μελόδραμα του Douglas Sirk από τα καθωσπρέπει αμερικανικά προάστια στις λούμπεν συνοικίες του Μονάχου, αφού κατανόησε την υποδόρια πολιτική βία και τον φεμινισμό κάτω από το λαμπρό χολιγουντιανό περίβλημα . Και οι δύο ταινίες περιλαμβάνουν δύο μοναχικά άτομα από πολύ διαφορετικό κοινωνικό περιβάλλον που απορρίπτονται από τις αντίστοιχες κοινότητές τους όταν ξεκινούν ένα παθιασμένο ειδύλλιο. Όπως ο Sirk, έτσι και ο Fassbinder χρησιμοποίησε τη δημοφιλή αλλά συχνά περιφρονημένη μορφή του μελοδράματος για να ασκήσει κριτική στη σύγχρονη κοινωνία. Και ενώ ο πρώτος διερεύνησε τον ταξικό και αστικό εθισμό στον υλισμό, ο δεύτερος τόλμησε να εξετάσει ένα από τα μεγάλα ταμπού της εποχής του, το ζήτημα της φυλετικής μισαλλοδοξίας.
Ο Fassbinder δημιούργησε μια αποστασιοποιημένη και σκληρή ταινία που ανατέμνει τις σχέσεις υποταγής και κυριαρχίας και την κυνική εκμετάλλευση μέσω της σεξουαλικότητας, ένα θέμα που διατρέχει όλο το έργο του. Παράλληλα ζωγραφίζει ένα πορτρέτο της σύγχρονης Γερμανίας και των αποκλεισμένων από το οικονομικό θαύμα , με την έξαρση των συναισθημάτων να καταπνίγεται από τον κάθε μορφής ρατσισμό. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ταυτόχρονα μια ξεκάθαρη απεικόνιση της κοινωνικής σύγκρουσης και της φυλετικής προκατάληψης που ήταν ενδημική στη μεταπολεμική Γερμανία και μια εξαιρετικά ισχυρή ιστορία αγάπης, μια από τις πιο οδυνηρές και ουσιαστικές που έχουν αποτυπωθεί ποτέ στο σελιλόιντ.
Ο Fassbinder γύρισε τη ταινία μέσα σε 15 μέρες , στο μεσοδιάστημα μεταξύ των παραγωγών μεγάλου προϋπολογισμού «Martha» και «Effi Briest». Το γεγονός ότι της αφιέρωσε τόσο λίγο χρόνο θα μπορούσε να είναι σοβαρό μειονέκτημα αλλά αποδεικνύεται πλεονέκτημα , καθώς είναι μια ταινία που πηγάζει από την καρδιά, όχι από το μυαλό. Χωρίς το βαρύ πολιτικό υπόβαθρο και το επίπονο στυλιζάρισμα ορισμένων από τις πιο περίτεχνες και επιτηδευμένες ταινίες του , ο «Φόβος…» έχει μια ακατέργαστη, συμπονετική ποιότητα, φαινομενικά πολύ απλή και ωστόσο εξαιρετικά σύνθετη κάτω από την επιφάνεια. Η παλέτα του κινηματογραφιστή Jürgen Jürges είναι υποτονική , κρύα και σκοτεινή ακριβώς όπως ο κόσμος στον οποίο ζουν ο Ali και η Emmi.
Ο γερμανός σκηνοθέτης είναι τρυφερός και διαυγής απέναντι σε αυτούς τους περιθωριοποιημένους ανθρώπους: εργάτες, γκέι, λεσβίες, μετανάστες ή Εβραίους, αλλά απορρίπτει κάθε προσπάθεια αγιοποίησης. Οι ερμηνείες των δυο πρωταγωνιστών είναι πειστικές γιατί διαθέτουν τη δύναμη του βιώματος. Η Brigitte Mira είχε ερωτική σχέση με ένα νεότερο άντρα, ενώ ο El Hedi ben Salem ήταν εραστής του Fassbinder.
Αυτή η συνάντηση δύο μοναχικών ανθρώπων είναι σίγουρα ένα από τα πιο προσιτά και συγκινητικά έργα του σκηνοθέτη. Ο ρατσισμός, η ηθική υποκρισία και η μεταπολεμική απογοήτευση είναι μερικά από τα βασικά θέματα που καθιστούν αδύνατο να την θεωρήσουμε ρομαντική ταινία. Ναι, η αγάπη αναφέρεται συχνά, αλλά είναι η μοναξιά και η αποξένωση που υπαγορεύουν πώς αλληλεπιδρά αυτό το αταίριαστο ζευγάρι με λόγια που εκπέμπουν ανθρώπινη θέρμη: «Όταν είμαστε μαζί, πρέπει να είμαστε καλοί ο ένας με τον άλλον».