Ο Fritz Lang άφησε το αποτύπωμα του στην ιστορία του κινηματογράφου από τη δεκαετία του 1920 έως τη δεκαετία του 1950. Kαθιερώθηκε ως ‘’auteur’’ για τη μεγάλη του σκηνοθετική ικανότητα, τη βαθιά και γεωμετρική ματιά του στους χώρους, την καθοδήγηση των ηθοποιών που συνόρευε με την ψυχολογική μεταφορά, μετατρέποντάς τους σε σύμβολα της «αιώνιας» σύγκρουση Καλού και Κακού.
Επιπρόσθετα ο Lang υπήρξε και ένας από τους πυλώνες του νουάρ, αγγίζοντας όλες τις θεματικές του αποχρώσεις: από την κοινωνική («Fury») μέχρι την πολιτική ( «Man Hunt»), από την ψυχαναλυτική ( «Secret Beyond the Door») μέχρι τη κριτική έναντι του Τύπου («Beyond a Reasonable Doubt»). Μέσα στην πλούσια φιλμογραφία του, η «Μεγάλη Κάψα», μπορεί να αναγνωριστεί ως το νουάρ αριστούργημα του Αυστριακού σκηνοθέτη.
Το σενάριο του Sidney Boehm – ένα πρότυπο συνοπτικής δραματοποίησης και ρυθμικής αφήγησης- βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του William P. McGivern , με τον πρωτότυπο τίτλο «Big Heat» να αποτελεί μια αργκό έκφραση που υποδηλώνει έντονη αστυνομική δραστηριότητα κατά του εγκλήματος. Η πλοκή της ταινίας ακολουθεί την κλασική δομή του Χόλιγουντ, η οποία συνδέει τους χαρακτήρες με τα ζητήματα υπακούοντας στην ντετερμινιστική σχέση αιτίας-αποτελέσματος.
Στο επίκεντρο της ιστορίας βρίσκεται ο Dave Bannion (Glenn Ford) ένας έντιμος και σκληροτράχηλος αστυνομικός που ερευνά την αυτοκτονία ενός συναδέλφου του. Όταν αποκαλύπτει ένα δίκτυο δωροδοκιών και εκφοβισμού που θωρακίζει τον εγκληματικό υπόκοσμο της πόλης, βρίσκεται αντιμέτωπος με μια προσπάθεια συγκάλυψης τόσο από την αστυνομία όσο και από το πολιτικό σύστημα. Όμως η δολοφονία της συζύγου του, Kate (Jocelyn Brando), με βόμβα που προοριζόταν για εκείνον, τον οδηγεί σε μια άκαμπτη προσωπική βεντέτα με τον αρχιερέα του εγκλήματος, Mike Lagana (Alexander Scourby) και τον σαδιστή επιβολέα του, Vince Stone (Lee Marvin). Στην πορεία, ο Bannion συνάπτει συμμαχία με την Debbie Marsh (Gloria Grahame), την απογοητευμένη φίλη του Stone, που οδηγεί σε ένα τραγικά βίαιο φινάλε…
H «Μεγάλη κάψα» είναι ένα ασυμβίβαστο νουάρ του οποίου η βάναυση βία συνδυάζεται με τον οξύ κυνισμό. Διαθέτει πολλά από τα οπτικά και θεματικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν το νουάρ, αλλά η αδιάπτωτη έντασή του και η βαθιά εξερεύνηση της θεσμικής διαφθοράς το καθιστούν τόσο επιδραστικό, ώστε να υπερβαίνει τα στενά όρια του είδους.
Κατά τη δεκαετία του 1950 ο Lang ανέπτυξε την άποψη ότι το υπερβολικό εξπρεσιονιστικό στιλιζάρισμα δεν είναι απαραίτητο για το είδος του φιλμ νουάρ. «Όσο περισσότερο το κοινό απορροφάται από την ιστορία και όσο περισσότερο ξεχνά τις γωνίες της κάμερας, τα περίτεχνα κόλπα της σκηνοθεσίας και το «άγγιγμα» του σκηνοθέτη, τόσο καλύτερη είναι η ταινία » είπε σε μια συνέντευξη του. Σταδιακά άρχισε να παραμερίζει την γερμανική του εξπρεσιονιστική αισθητική για να αγκαλιάσει την κλασική αφήγηση του Χόλιγουντ . Αν και η σύνθεση του κάδρου χρησιμοποιεί τις τυπικά νουάρ εναλλαγές φωτός και σκιάς , ο σκηνοθέτης και ο κινηματογραφιστής Charles Lang ποτέ δεν υπερβάλλουν σε οπτικό επίπεδο. Έτσι η ταινία αντλεί τη οπτική δύναμή της από τη ‘’mise en scène’’, τη συνειδητή χρήση του βάθους πεδίου και το εξαιρετικό μοντάζ του Charles Nelson.
Το αριστοτεχνικό σενάριο του Sidney Boehm, δίνει μεγάλη έμφαση στην ανθρώπινη διάσταση των χαρακτήρων. Ο Dave Bannion είναι ο καθημερινός άνθρωπος, που ως κλασικός πρωταγωνιστής του νουάρ, οφείλει να χαρακτηρίζεται από την ηθική του αμφισημία. Στην αρχή της ταινίας, απεικονίζεται ως ένας αφοσιωμένος αστυνομικός. Ωστόσο, μετά τη δολοφονία της γυναίκας του, το δίλημμα του είναι αμείλικτο και επιτακτικό : δικαιοσύνη ή εκδίκηση; Όμως μπορεί να υπάρξει πραγματική δικαιοσύνη σε ένα σύστημα τόσο ριζικά διαβρωμένο από το οργανωμένο έγκλημα ;
Ολόκληρη η ταινία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η μετάβαση του Bannion από έναν καλό αστυνομικό που τηρεί τον νόμο και την τάξη σε έναν ‘’εκδικητικό σταυροφόρο’’. Η ηθική μεταμόρφωσή του αμφισβητεί την ίδια τη φύση της δικαιοσύνης καθώς δεν διστάζει να θυσιάσει τις ζωές γυναικών με τις οποίες ήρθε σε επαφή για να πετύχει τους σκοπούς του. O Lang περιέγραψε τον (αντι)ήρωά του ως τον “αιώνιο άνθρωπο που προσπαθεί να βρει δικαιοσύνη, τον εκδικητή που παρεμβαίνει όταν ο καθιερωμένος νόμος και η τάξη αποτυγχάνουν’’. Όταν οι παρορμητικές ενέργειες του Bannion αναγκάζουν τους ανωτέρους του να του αφαιρέσουν το όπλο του, αυτός αρνείται να το παραδώσει, καθώς το είχε αγοράσει μόνος του. Αυτό το όπλο, και η εκδίκηση που θέλει να πάρει, είναι μόνο δική του. Με την άκαμπτη στάση του, το δίκαιο τελικά θα επικρατήσει – παρά τις συντριπτικές πιθανότητες σε βάρος του.
Στον αντίθετο πόλο βρίσκεται ο Lagana , ένας εγκληματικός εγκέφαλος που ζει μέσα στη χλιδή ,με εμφάνιση που θυμίζει εκλεπτυσμένο διανοούμενο, εξωτερικά αξιοσέβαστος επιχειρηματίας με σαφείς πολιτικές βλέψεις. Ο ίδιος αποφεύγει προσεκτικά να διαπράξει εγκλήματα και εμπιστεύεται τη βρώμικη δουλειά στους μπράβους του , στους οποίους φέρεται με σαδιστική σκληρότητα.
Η άλλη θεμελιώδης πτυχή της ταινίας είναι οι γυναικείες φιγούρες. Η Katie Bannion, εκ πρώτης όψεως τυπική Αμερικανίδα σύζυγος της εποχής , έχει χιούμορ, ενθαρρύνει τον άντρα της να μην ενδώσει ποτέ σε συμβιβασμούς και λειτουργώντας ως «δειγματολήπτης» τού κλέβει μια γουλιά ουίσκι και μερικές τζούρες από το τσιγάρο του .Παρόλο που εκτελεί τα τυπικά καθήκοντα μιας αφοσιωμένης νοικοκυράς εκφράζει και μια έντονα σεξουαλική παρουσία: όταν λέει για την μικρή κόρη της «αγγελική όλη μέρα, αλλά τη νύχτα είναι ιερός τρόμος», ο σύζυγος της απαντά όλο νόημα: «Έτσι σε περιγράφω συνήθως».
Τέλος, η Debbie Marsh της υπέροχης Gloria Grahame, που κυριαρχεί στο δεύτερο μισό της ταινίας, είναι ένας από τους εμβληματικούς γυναικείους χαρακτήρες της μυθολογίας του νουάρ. Αυτή η ‘’Sui generis femme fatale’’, αποτελεί ένα ζωντανό χωνευτήρι αντιφάσεων: επιφανειακή και αφελής , εγωίστρια και ανήθικη, ειλικρινής και τολμηρή .Το υπόβαθρό είναι αυτό ενός κοριτσιού από επαρχιακή οικογένεια που έχει μεγαλώσει στη φτώχεια και έχει μάθει να εκμεταλλεύεται το μοναδικό της χάρισμα, την ομορφιά, για μια καλύτερη ζωή. Και θα είναι η ομορφιά της που θα πληρώσει το τίμημα. «Ήμουν πλούσιa και φτωχή. Πίστεψε με, πλούσια είναι καλύτερα» λέει, σαρώνοντας κάθε υποκριτική ηθικολογία.
Ωστόσο θα είναι εκείνη που θα εκτελέσει την καταλυτική πράξη που θα οδηγήσει στην επίλυση της τόσο περίπλοκης κατάστασης. Η πράξη της είναι κάτι περισσότερο από μια καθαρτική θυσία ή μια χειρονομία αγάπης προς τον Bannion. Είναι μια πράξη αυτοδιάθεσης, η οποία, αν και αντίκειται στις θεμελιώδεις αρχές μιας πολιτισμένης κοινωνίας, ωστόσο επιτρέπει σε αυτή την ίδια κοινωνία να ξαναβρεί, ίσως, το απεστιασμένο κέντρο βάρους της, για μια νέα αρχή.