Η αποχώρηση των δύο βουλευτριών, Θεοδώρας Τζάκρη και Γιώτας Πούλου από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, επισφράγισε και τυπικά, αυτό που τις τελευταίες εβδομάδες έχουν δείξει όλες οι δημοσκοπήσεις. Το ΠΑΣΟΚ είναι και επισήμως το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Το διπολικό σύστημα των τεσσάρων πρώτων δεκαετιών της Μεταπολίτευσης, διεκδικεί την αναβίωσή του, την επιστροφή στην προ του 2012 κατάσταση.
Ο δικομματισμός, δηλαδή η αδιάλειπτη από το 1981 έως το 2012 εναλλαγή Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, αποτελεί παράδοση για την Ελλάδα. Μια παράδοση που έσπασε την περίοδο της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων. Το δίπολο Νέας Δημοκρατίας – ΠΑΣΟΚ έπαψε να υφίσταται, με τη Νέα Δημοκρατία να καταγράφει στις εκλογές του 2012 το μικρότερο ιστορικά ποσοστό της, 18,85%. Ακολούθησε η κυβέρνηση συνεργασίας Σαμαρά – Βενιζέλου με αποτέλεσμα το ΠΑΣΟΚ να καταγράψει στις εκλογές του 2015 το χαμηλότερο ποσοστό στην ιστορία του, μόλις 4,68%. Η ειρωνεία είναι ότι τα δύο κόμματα του παραδοσιακού δικομματισμού, κατακρημνίστηκαν, όταν για πρώτη φορά στην ιστορία τους συνεργάστηκαν!
Ήταν η εντυπωσιακή άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στη διακυβέρνηση της χώρας που άλλαξε τα δεδομένα. Μια άνοδος τόσο εντυπωσιακή, όσο και η πτώση του. Ένας διάττων αστέρας, μια Αριστερή παρένθεση που έκλεισε με ένα τρόπο εξευτελιστικό και κωμικοτραγικό ταυτοχρόνως. Αλλά και απολύτως διδακτικό προς όλο το πολιτικό φάσμα.
Η εξαΰλωση του ΣΥΡΙΖΑ που συνέπεσε με τις εσωκομματικές εκλογές στο ΠΑΣΟΚ και τον υποδειγματικό τρόπο που αυτές διεξήχθησαν, σε αντίθεση με τον ευτελισμό των αντίστοιχων διαδικασιών στον ΣΥΡΙΖΑ, διαμόρφωσαν ένα θετικό momentum, όπως αυτό αποτυπώνεται δημοσκοπικά, γεγονός που δημιουργεί ελπίδες ότι το ΠΑΣΟΚ μπορεί να καταστεί και πάλι κυβερνητική δύναμη, ως ο μοναδικός φορέας που με τα σημερινά δεδομένα έχει την δυνατότητα να διαμορφώσει μια εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης. Η δυνατότητα υπάρχει. Το αν θα την αξιοποιήσει, δεν μένει παρά να φανεί στην πράξη.
Παρά την ευφορία που δικαιολογημένα αισθάνονται τα στελέχη του, τα δημοσκοπικά ποσοστά του που σήμερα είναι γύρω στο 20%, οφείλονται στην παταγώδη κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ. Το ότι δεν είναι μεγαλύτερα, αποδεικνύει ότι το ΠΑΣΟΚ έχει ακόμη δρόμο να διανύσει, μέχρι να ανακτήσει κυβερνητική δυναμική. Αυτό άλλωστε το δείχνουν και οι δημοσκοπήσεις, όπου περίπου το 50% των ερωτηθέντων δεν είναι βέβαιοι για το μέλλον του κόμματος. Σχεδόν οι μισοί ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ εμφανίζονται επί του παρόντος απαισιόδοξοι ότι το κόμμα μπορεί να κερδίσει τη ΝΔ στις επόμενες εκλογές. Δεν κέρδισε την αξιωματική αντιπολίτευση το ΠΑΣΟΚ . Την έχασε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Συνεπώς, απαιτείται ένα σαφές, αξιόπιστο κυβερνητικό πρόγραμμα, ώστε να πείσει ως πολιτική δύναμη που είναι έτοιμη να κυβερνήσει. Το μέλλον θα δείξει αν θα πετύχει την ολική επαναφορά του, 12 χρόνια μετά την κατακρήμνισή του.
Ο δικομματισμός είναι εδώ λοιπόν και για πολλούς αυτό σημαίνει σταθερότητα, αφού στην Ελλάδα δεν υπάρχει κουλτούρα συνεργασίας. Όμως, ο σημερινός δικομματισμός, δεν έχει καμία σχέση με το προ του 2012 πολιτικό τοπίο. Οι κομματικές συμπεριφορές έχουν αλλάξει. Τα μικρότερα «εξωσυστημικά» κόμματα βλέπουν τα ποσοστά τους να εκτοξεύονται. Οι έρευνες από την εποχή των μνημονίων και μετά , δείχνουν ότι όσο περισσότερο δυσκολεύονται οικονομικά οι πολίτες, τόσο περισσότερο αποξενώνονται από το πολιτικό σύστημα επιλέγουν τα κόμματα που χαρακτηρίζονται από την ευκολία του λαϊκισμού, είτε προς τα αριστερά είτε προς τα δεξιά του πολιτικού φάσματος, πεπεισμένοι ότι οι κυβερνητικές πολιτικές ευνοούν τους λίγους. Τόσο το ΠΑΣΟΚ, όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ απέτυχαν να εκφράσουν τα πιο λαϊκά στρώματα. Και κεντροαριστερός πόλος που δεν μπορεί να συσπειρώσει και να εκφράσει τους πιο αδύναμους οικονομικά, δεν μπορεί να υπάρξει.
Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα του ΠΑΣΟΚ. Να διατυπώσει μια εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης που θα απαντά στις ανάγκες της κοινωνίας. Μέχρι να συμβεί αυτό, η Νέα Δημοκρατία, παρά τις απώλειές της, παρά τη φθορά και την απογοήτευση από την διακυβέρνησή της, θα παραμένει πλειοψηφική δύναμη, ως η μοναδική κυβερνητική πρόταση, ελλείψει του άλλου πολιτικού πόλου που θα καταφέρει να πείσει ότι θέλει, ξέρει και μπορεί.
Για την ιστορία, ας δούμε πώς διαμορφώθηκε το άθροισμα των εκλογικών ποσοστών των δύο πρώτων κομμάτων, στα χρόνια της Μεταπολίτευσης:
74,79% το 1974,
67,18% το 1977,
83,94% το 1981,
86,67% το 1985,
83,41% τον Ιούνιο του 1989,
86,86% τον Νοέμβριο του 1989,
85,50% το 1990,
86,18% τον Οκτώβριο του 1993,
79,61% το 1996,
86,53% το 2000,
85,91% το 2004,
79,94% το 2007,
77,39% το 2009,
35,64% τον Μάιο του 2012,
56,55% τον Ιούνιο του 2012,
64,15% τον Ιανουάριο του 2015,
63,55% τον Σεπτέμβριο του 2015,
71,38% το 2019,
60,86% τον Μάιο του 2023,
58,39% τον Ιούνιο του 2023
ΥΓ: Οι δύο πρωτιές
Είναι η πρώτη φορά που κόμμα, το οποίο εξελέγη δεύτερο σε εκλογές (ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ) χάνει τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατά τη διάρκεια μιας κοινοβουλευτικής συνόδου.
Το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, που διαθέτει 31 βουλευτές, έχει τη μικρότερη σε δύναμη κοινοβουλευτική ομάδα, ως κόμμα αξιωματικής αντιπολίτευσης, από το 1974.