Ο Humphrey Bogart, στη δεύτερη συνεργασία του με τον Nicholas Ray μετά το «Knock on Any Door» (1949), βρήκε στο «In a Lonely Place» (1950) έναν από τους πιο όμορφους ρόλους της καριέρας του. Ο Bogart υποδύεται τον Dixon Steele έναν αλλοτριωμένο σεναριογράφο που έχει μπει στη μαύρη λίστα των στούντιο, όχι για πολιτικούς λόγους αλλά λόγω του ποτού και των συνεχών καβγάδων του. Σε ένα νυχτερινό κέντρο, ο ατζέντης του προσπαθεί να τον πείσει να διασκευάσει ένα δημοφιλές ρομαντικό μυθιστόρημα, για ταινία. Ο Dixon είναι αρνητικός, αλλά αποδέχεται την πρόταση της κοπέλας του κλαμπ, Mildred, να του περιγράψει την πλοκή του μυθιστορήματος στο διαμέρισμά του. Λίγο μετά την έξοδο της από το σπίτι του, η Mildred βρίσκεται νεκρή . Ο Dixon είναι ο προφανής ύποπτος, αλλά η γειτόνισσα του και άσημη ηθοποιός Laurel Gray (Gloria Grahame) του προσφέρει ένα άλλοθι. Σύντομα ξεκινούν μια παθιασμένη ρομαντική σχέση και η δημιουργικότητα του αποκτά νέα πνοή. Ωστόσο, σταδιακά η Laurel συνειδητοποιεί την ασταθή φύση του Dixon και αγχώνεται για τα συχνά βίαια ξεσπάσματα του, αρχίζοντας να αμφιβάλλει ακόμη και για την αθωότητά του…
Το «In a Lonely Place» αποτελεί χαλαρή προσαρμογή ενός μυθιστορήματος της Dorothy B. Hughes, με μια εφαπτομενική μόνο σύνδεση με το πηγαίο υλικό. Ο Ray δημιούργησε ένα έργο τέχνης που στέκεται από μόνο του, απορρίπτοντας τον θεματικό πυρήνα του μυθιστορήματος, ισχυριζόμενος ότι τον ενδιέφερε «να κάνει μια ταινία για τη καθημερινή βία, παρά μια ταινία μαζικής δολοφονίας ή μια ταινία για έναν ψυχωτικό». Το σενάριο του Andrew Soit είναι τόσο καλοδουλεμένο που όσο εξελίσσονται τα γεγονότα, είναι δυνατό να επαναξιολογηθούν οι προηγούμενες σκηνές χωρίς να καταφύγουμε σε αναδρομές. Η πρώτη πράξη δημιουργεί την ψευδή εντύπωση ότι παρακολουθούμε μια περίπλοκη υπόθεση δολοφονίας και αστυνομικής έρευνας. Ωστόσο , η δεύτερη πράξη μετατοπίζει την ιστορία σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση. Αν και υπάρχει ακόμα αβεβαιότητα ως προς την αθωότητα του Dixon , στο επίκεντρο της προσοχής έρχεται η ερωτική σχέση του με τη Laurel και τα σχέδια τους για το μέλλον. Η τρίτη και τελευταία πράξη δίνει μια αληθοφανή λύση στο αστυνομικό μυστήριο, αλλά το ενδιαφέρον εστιάζεται στην προσπάθεια του ζευγαριού να κρατήσει ζωντανή τη σχέση του, κόντρα στις πιθανότητες.
Αυτή είναι μια από τις λίγες κλασικές ταινίες του Χόλιγουντ που επιτρέπουν πολλαπλές αναγνώσεις ανάλογα με την οπτική που κάθε θεατής είναι διατεθειμένος να υιοθετήσει. Κάποιοι θα αναγνωρίσουν μια καταγγελία του οπορτουνιστικού κυνισμού και της αλαζονείας που κυριαρχεί στον απατηλό κόσμο του Χόλιγουντ. Ωστόσο αν και ενυπάρχει αυτό το στοιχείο χρησιμεύει μόνο ως φόντο. Πιο έγκυρη φαίνεται μια καθαρτήρια αυτοβιογραφική ανάγνωση , με τον Ray να μιλά για τα δικά του υπαρξιακά αδιέξοδα, για την οδύνη ,τη νεύρωση ,το ράγισμα του. Στην πραγματικότητα ο Bogart, είναι ο σωσίας του, ο εκπρόσωπός του . Ο Ray ταυτίζεται περισσότερο από ποτέ με τον αποξενωμένο αντιήρωά του, διεξάγοντας μια στοχαστική εξέταση της φύσης της βίας σε όλες τις μορφές της. Η βαθιά υπαρξιακή διάσταση της ταινίας θεμελιώνεται και από τις σαφείς αναφορές στον «Ξένο»(1942) . Στο έργο του Camus , o Meursault δεν δείχνει λυπημένος για τον θάνατο της μητέρας του και δολοφονεί χωρίς σοβαρό λόγο έναν νεαρό Άραβα. Αντίστοιχα η στωική ηρεμία του Dixon στις εικόνες της νεκρής κοπέλας τον καθιστούν ύποπτο για την αστυνομία. Τους απαντά με κυνισμό και ειρωνεία« Φεύγω, εκτός κι αν σκοπεύετε να με συλλάβετε λόγω έλλειψης συναισθημάτων» , ενώ φθάνει στο σημείο να τους συμβουλεύει «…ψάξτε για έναν άντρα σαν εμένα.» . Όπως ο Meursault, έτσι και ο Dixon διακατέχονται από αρχέγονες, ανεξέλεγκτες και ανεξήγητες παρορμήσεις , ανίκανοι να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους σε ηθικό, επιστημονικό ή ψυχολογικό επίπεδο. Η περιφρονητική άρνησή τους να προσποιηθούν την ενσυναίσθηση είναι μια προσωπική και ηθική επιλογή που καταδικάζεται από τους καθιερωμένους ηθικούς κώδικες. Αυτό βέβαια καταδεικνύει και την αντίθεση και εχθρότητα της κοινωνίας σε άτομα που υπερβαίνουν τον κοινωνικό κανόνα και των οποία η συμπεριφορά δεν είναι προσπελάσιμη.
Η ταινία είναι ένα βίαιο ψυχόδραμα εξαιρετικής έντασης και πυκνότητας , μια πρώιμη συμπύκνωση του σύμπαντος του Ray που κατοικείται από ηττημένους , πληγωμένους από τη ζωή και βασανισμένους από τους εσωτερικούς τους δαίμονες. Σε αντίθεση με τον- μεταμορφωμένο από την κατάχρηση κορτιζόνης- James Mason στο «Bigger than life»(1956), ο Bogart εκδηλώνει παθολογικές κρίσεις βίας που θέτουν σε κίνδυνο τη σχέση του με μια ερωτευμένη γυναίκα που αντιπροσωπεύει την τελευταία του ευκαιρία για ευτυχία και ισορροπία. Αυτή είναι λοιπόν μια από τις πιο σκοτεινές ταινίες του Ray, χωρίς ελπίδα σωτηρίας, αλλά και η πιο απελευθερωμένη από τις συμβάσεις και την παραποίηση των παραγωγών των μεγάλων στούντιο. Ο Ray ανακτά πολλά από τα αγαπημένα του μοτίβα : χαρακτήρες σε κρίση , εξύμνηση τη μη συμμόρφωσης και της εξέγερσης, λυρικούς διαλόγους, εξερεύνηση της υπαρξιακής αγωνίας, συνδυασμό πόρων από διαφορετικά είδη, άψογο οπτικό στυλιζάρισμα χάρη στον διευθυντή φωτογραφίας Burnett Guffey που προτιμά συνθέσεις με αποχρώσεις του γκρι. Όσο για τις ερμηνείες των Bogart και Grahame, κατατάσσονται αναμφίβολα στις καλύτερες της καριέρας τους, καθώς τους απογυμνώνουν μπροστά στις κάμερες, με τρόπο που σπάνια συμβαίνει.
Το «In a Lonely Place» είναι μια σκοτεινή, βασανισμένη ταινία, μια από τις πιο προσωπικές και ολοκληρωμένες του σκηνοθέτη. Και βέβαια πώς μπορούμε να μην δούμε, σε αυτή την καταδικασμένη ιστορία αγάπης που ανατέμνει την αποσύνθεση ενός ζευγαριού, ένα ‘’δώρο χωρισμού’’ του Ray στην Gloria Grahame, μετά τον ταραχώδη γάμο τους; «Γεννήθηκα όταν με φίλησε. Πέθανα όταν με άφησε. Έζησα μερικές εβδομάδες όσο με αγαπούσε». Μια από τις πιο όμορφες ατάκες όλων των εποχών.