Το 1944, ο Billy Wilder χώρισε προσωρινά από τον σεναριογράφο Charles Brackett και αποφάσισε να διασκευάσει για την οθόνη, με τη συμβολή του Raymond Chandler, το μυθιστόρημα του James M. Cain «Double Indemnity». Το αποτέλεσμα ήταν το πρώτο αριστούργημα του βιενέζου σκηνοθέτη και ένα απόλυτο κλασικό του αμερικανικού φιλμ νουάρ.
——————————————————–
Το 1950 το πτώμα ενός σεναριογράφου του Χόλιγουντ ήταν ο αφηγητής στη «Λεωφόρο της Δύσης» του Billy Wilder. Έξι χρόνια νωρίτερα, «ένας νεκρός που περπατά» ασφαλιστής αφηγείται το κορυφαίο φιλμ νουάρ «Με Διπλή Ταυτότητα» -και πάλι του Wilder.
Η εισαγωγική σεκάνς της ταινίας μάς βυθίζει άμεσα στο νιχιλιστικό και αμοραλιστικό σύμπαν των χαρακτήρων. Στο ανατριχιαστικό ζενερίκ η δυσοίωνη σκιά ενός άνδρα με πατερίτσες πλησιάζει την κάμερα, σαν φάντασμα που επιστρέφει για να στοιχειώσει τους δολοφόνους. Ένα αυτοκίνητο κάνει επικίνδυνους ελιγμούς στους έρημους νυχτερινούς δρόμους και σταματά μπροστά σε ένα κτίριο. Μια φωτεινή ταμπέλα μάς πληροφορεί ότι ο χώρος δράσης είναι το Λος Άντζελες. Ο ασφαλιστής Walter Neff (Fred MacMurray) μπαίνει στο γραφείο του για να ηχογραφήσει ένα υπόμνημα σχετικά με τον πρόσφατο θάνατο ενός αντισυμβαλλομένου: «Σκότωσα τον Dietrichson… για χρήματα και μια γυναίκα. Δεν πήρα ούτε τα χρήματα, ούτε τη γυναίκα».
Το 1944, ο Billy Wilder χώρισε προσωρινά από τον σεναριογράφο Charles Brackett και αποφάσισε να διασκευάσει για την οθόνη, με τη συμβολή του Raymond Chandler, το μυθιστόρημα του James M. Cain «Double Indemnity». Το αποτέλεσμα ήταν το πρώτο αριστούργημα του βιενέζου σκηνοθέτη και ένα απόλυτο κλασικό του αμερικανικού φιλμ νουάρ. Ήταν επίσης η αποκάλυψη της σκοτεινής και σκληρής πλευράς της προσωπικότητας του Wilder και του απαισιόδοξου οράματός του για τον κόσμο: ο ακραίος πεσιμισμός που αναδύεται από τους διαλόγους του φιλμ αγγίζει τα όρια του μηδενισμού.
Μια συνηθισμένη κλήση σε έναν πελάτη ονόματι Dietrichson (Tom Powers) συστήνει τον Walter στη σύζυγο τού πελάτη, Phyllis (Barbara Stanwyck). Πριν καταλάβει τι τον χτύπησε, ο Walter βρίσκεται να έχει σχέση με την ελκυστική ξανθιά. Σχεδόν σαν να περίμενε την πρόκληση, ο Walter συμφωνεί να τη βοηθήσει να δολοφονήσει τον σύζυγό της με τέτοιο τρόπο ώστε να ενεργοποιηθεί η ρήτρα «διπλής αποζημίωσης» του ασφαλιστηρίου, απαιτώντας από την εταιρεία το διπλάσιο της δηλωμένης αξίας της. Ο σχεδιασμός του Walter είναι σχολαστικός καθώς γνωρίζει από πρώτο χέρι ότι ο μέντορας και προϊστάμενος του, Keyes (Edward G. Robinson), και το «μικρό του ανθρωπάκι» (όπως αποκαλεί ο Keyes τη διαίσθησή του) θα αναζητήσουν επίμονα ενδείξεις απάτης. Ωστόσο αμέσως μετά τη δολοφονία του Dietrichson, ο Walter νοιώθει μια απτή αίσθηση καταστροφής όταν λέει, «Δεν μπορούσα να ακούσω τα βήματα μου. Ήταν το περπάτημα ενός νεκρού». Όταν μάλιστα η κόρη του δολοφονημένου, η Lola (Jean Heather), του κάνει αποκαλύψεις για τη Phyllis, βλέπει την αγαπημένη του με εντελώς νέο φως. Τότε το «ανθρωπάκι» του Keyes ξυπνά και ο πανέξυπνος ερευνητής αρχίζει να σκαλίζει την υπόθεση. Ο φίλος της Lola, Nino Zachetti (Byron Barr), γίνεται πρόσωπο που ενδιαφέρει τόσο τον Keyes όσο και τον Walter, αν και για εντελώς διαφορετικούς λόγους. Και η σχέση μεταξύ της Phyllis και του Walter επιδεινώνεται γρήγορα σε καχυποψία και αμοιβαία αλληλοκατηγορία. Στο τέλος, το μόνο που μπορεί να κάνει ο Walter είναι να μπει στο γραφείο του και να καταγράψει τα πάντα για το μόνο άτομο του οποίου η ακεραιότητα δεν αμφισβητείται.
Όλα τα αισθητικά χαρακτηριστικά του νουάρ βρίσκονται στο «Double Indemnity» . Οι χώροι δράσης (γραφεία, επικίνδυνοι δρόμοι, σουπερμάρκετ, φτηνά εστιατόρια, βενζινάδικα, μοτέλ, πάρκινγκ ,τρένα) είναι χώροι μεταβατικοί, περιστασιακοί, που υποδηλώνουν την αποξένωση του ήρωα και την αίσθηση του ανοίκειου μέσα σε μια εχθρική πόλη. Ο κινηματογραφιστής John Seitz χαράσσει μια ιδιότυπη ανθρωπογεωγραφία με τους χαρακτήρες-παίκτες ενός προκαθορισμένου παιχνιδιού. Ο Seitz ανέπτυξε καινοτόμες τεχνικές φωτισμού που δημιουργούν μπάρες σκιών από τις περσίδες των παραθύρων στους ημι-φωτισμένους χώρους που παγιδεύουν τα πρόσωπα. Έτσι χτίζεται μια μόνιμα κλειστοφοβική ατμόσφαιρα με εθιστικά μοτίβα, από το τσιγάρο που αργοσβήνει ως το βραχιολάκι στον γυμνό αστράγαλο -σύμβολα που αποδίδουν τη σεξουαλικότητα της femme-fatale, παρακάμπτοντας τον κώδικα Χέιζ. Η «voice-over» αφήγηση με φλάσμπακ, σε πρώτο πρόσωπο, ξεκινάει όταν τα γεγονότα έχουν τελεστεί και υπενθυμίζει διαρκώς τη σχετικότητα της αφήγησης, καταρρίπτοντας τον μύθο της αντικειμενικότητας της παραδοσιακής χολιγουντιανής συνταγής. Επιπρόσθετα, η δυσοίωνη και νευρική παρτιτούρα του Miklos Rozsa κτίζει μεθοδικά την απειλή και την αργά αυξανόμενη παράνοια. Ο Wilder δεν υπήρξε ποτέ λάτρης των περίπλοκων κινήσεων ή των εξεζητημένων γωνιών της κάμερας, αλλά εστίαζε εκεί που χρειαζόταν ώστε να αποτυπώσει δημιουργικά το δράμα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στον διάδρομο του διαμερίσματος του Walter, όπου η Phyllis κρύβεται από τον Keyes πίσω από την ανοιχτή πόρτα, η mise-en-scene του Wilder λειτουργεί υποδειγματικά δημιουργώντας καθηλωτικό σασπένς.
Παρόλες τις στιλιστικές καινοτομίες και τους δυνατούς διαλόγους, είναι η άρρητη σχέση μεταξύ Walter και Keyes που δίνει σε μια συνηθισμένη ιστορία δολοφονίας και λαγνείας το ειδικό βάρος αρχαιοελληνικής τραγωδίας. Δύο άνθρωποι, που υπηρετούσαν τα συμφέροντα της εταιρείας τους, έχουν βρεθεί αντιμέτωποι γι’ αυτά τα συμφέροντα, και ο θρίαμβος του ενός είναι η πανωλεθρία του άλλου. Και παρά το γεγονός ότι έχει δευτερεύοντα ρόλο, ο Edward Robinson συνθέτει μια ιδιότυπη φιγούρα περίεργων μικρών συνηθειών και εμμονών, όντας το συναισθηματικό και ηθικό επίκεντρο της ταινίας. Όταν χρειάζεται φωτιά για τα πούρα του, ο Walter είναι πάντα έτοιμος να την προσφέρει. Ωστόσο, σε μια συγκλονιστική σκηνή ο Keyes για μία και μοναδική φορά ανάβει το τσιγάρο του Walter, ενώ αυτός αργοσβήνει. Στα πρόσωπα τους δεν υπάρχει μίσος, αλλά ζωγραφίζεται η αμοιβαία αγάπη και η συνειδητοποίηση ότι οι απαρέγκλιτοι νόμοι της μοίρας υπερβαίνουν ανθρώπους, τόπους και εποχές.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα filmy.gr
pekk.gr